θεοπροστάτευτος

θεοπροστάτευτος
θεοπροστάτευτος, -ον (Μ)
αυτός που προστατεύεται από τον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -προστάτευτος (< προστατεύω), πρβλ. α-προστάτευτος, αξιο-προστάτευτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”